- ξανοίγω
- (Μ ξανοίγω)βλέπω, διακρίνωνεοελλ.1. εκτείνω, εξαπλώνω2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν»)3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα», Γρυπ. β. «πιο πέρα από τα κύματα το αχόρταγο το μάτι ξανοίγει έναν παράδεισο σε χώρα κάποιου ονείρου», Ζερβ.)4. φαντάζομαι, βλέπω κάποιον με τη φαντασία μου, τόν βλέπω μπροστά μου («κι ως εδεπά που σου μιλώ, εκεινονά ξανοίγω», Ερωτόκρ.)5. μτφ. διαβλέπω, συμπεραίνω παρατηρώντας κάτι6. (για χρώμα) γίνομαι ανοιχτότερος7. αποκτώ σαφήνεια και καθαρότητα8. (για καιρική κατάσταση) ξαστερώνω, αιθριάζω, βελτιώνομαι, καλοσυνεύω («ξάνοιξε ο ουρανός»)9. κάνω γνωστό, φανερώνω10. ζητώ να μάθω, ερευνώ, διερευνώ11. πληροφορούμαι κάτι για κάποιον12. παίρνω είδηση, καταλαβαίνω13. παρακολουθώ, κατασκοπεύω κάποιον ή κάτι14. αναγνωρίζω κάποιον15. βλέπω από πριν, προβλέπω κάτι16. μέσ. ξανοίγομαια) ανοίγω την καρδιά μου, εκμυστηρεύομαι, εξωτερικεύω τα αισθήματα μουβ) προβαίνω σε ενέργειες που υπερβαίνουν το μέτρο τών δυνάμεών μου ή το κοινό μέτρο («ξανοίχθηκε πολύ στις επιχειρήσεις του»)γ) δαπανώ περισσότερα από όσα μού επιτρέπουν οι οικονομικές μου δυνατότητεςδ) (για πλοίο) πλέω προς το ανοιχτό πέλαγοςε) διακινδυνεύω, τολμώ17. φρ. α) «ξανοίγει η μέρα» — ξημερώνειβ) «ξανοίγω το φως μου» — ρίχνω το βλέμμα μου, κοιτάζωμσν.1. ξεχώνω, ξεθάβω κάποιον2. ανιχνεύω, αναζητώ3. ανακαλύπτω, βρίσκω κάποιον ή κάτι4. σκέπτομαι, εξετάζω, φροντίζω, επιμελούμαι5. (για άνεμο) πνέω προς κάποια κατεύθυνση6. (για τόπο) (με την πρόθ. εἰς, σέ) βρίσκομαι απέναντι από...7. μτφ. στρέφομαι, απευθύνομαι8. έχω την ικανότητα να βλέπω9. (για κόλπο ή λιμάνι) εκτείνομαι, απλώνομαι, πλαταίνω10. κοιτάζω, παρατηρώ με προσοχή, βιγλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ανοίγω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και επιτ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.